Παρασκευή Καρανίκα
Παιδογαστρεντερολόγος

eik

ΟΡΙΣΜΟΣ
Η δυσκοιλιότητα −οργανική ή λειτουργική, οξεία ή χρόνια− αποτελεί μια σχετικά συχνή νόσο της παιδικής ηλικίας, που έχει σημαντικό αντίκτυπο τόσο στην καθημερινότητα του παιδιού, όσο και στην οικογενειακή ευρυθμία. Καθυστέρηση ή δυσκολία στη λειτουργία της αφόδευσης, ικανή να προκαλέσει σημαντική δυσφορία στο παιδί. Οποιοσδήποτε ορισμός της δυσκοιλιότητας είναι σχετικός, γιατί εξαρτάται από τη συχνότητα των κενώσεων (πίν. 1), τη σύσταση των κοπράνων και τη δυσκολία στην αφόδευση.


Γενικά, η δυσκοιλιότητα ορίζεται ως αποτυχία πλήρους κένωσης του κατώτερου παχέος εντέρου από το περιεχόμενό του, ή ως καθυστέρηση ή και δυσκολία στην αφόδευση, που διαρκεί >14 ημέρες, προκαλώντας δυσφορία στο παιδί. Πρέπει να εξετάζεται η παρουσία της κλινικής αυτής οντότητας σε καταστάσεις όπου υπάρχει συνδυασμός δύο ή περισσοτέρων από τα παρακάτω ευρήματα για τουλάχιστον δύο εβδομάδες: <3 κενώσεις εβδομάδα,>25% των αφοδεύσεων εργώδεις ή επώδυνες, >25% των αφοδεύσεων με σκληρά κόπρανα ή παρουσία κοπρολίθων.

Χωρίς τίτλο



ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ


Η δυσκοιλιότητα αποτελεί ένα συχνό πρόβλημα της βρεφικής  και παιδικής ηλικίας. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι αποτελεί αιτία για το 3% των επισκέψεων στον παιδίατρο και για το 25% των παραπομπών στο ειδικό γαστρεντερολογικό ιατρείο.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Στην πλειονότητα των παιδιών η   δυσκοιλιότητα είναι λειτουργική, δεν ανευρίσκεται δηλαδή  υποκείμενη οργανική βλάβη. Γενετικοί, περιβαλλοντικοί, ψυχολογικοί και διαιτητικοί παράγοντες ευθύνονται για την εμφάνιση δυσκοιλιότητας έχουν περιγραφεί στα παιδιά ανά ηλικία.     
Συγκεκριμένα μερικά νεογνά και μικρά βρέφη παρουσιάζουν δυσκολία στην αφόδευση, η οποία οφείλεται σε  ανωριμότητα να συντονίσουν  την αύξηση της ενδοκοιλιακής πιέσης με τη χάλαση του μυϊκού συστήματος της πυέλου και υποχωρεί με την πάροδο του χρόνου.
Αργότερα στη δεύτερη βρεφική ηλικία και στην πρώτη νηπιακή ηλικία, επώδυνη αφόδευση από σκληρά  κόπρανα μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω αναστολή, κατακράτηση κοπράνων και εγκατάσταση δυσκοιλιότητας. Αυτό κυρίως συμβαίνει στα μεταβατικά στάδια της διατροφής δηλαδή από το μητρικό γάλα στο γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας η αμέσως μετά την έναρξη των στερεών τροφών .
Τέλος στα μεγαλύτερα παιδιά η ηθελημένη κατακράτηση κοπράνων αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό δυσκοιλιότητας. Επώδυνη αφόδευση ή ο φόβος της τουαλέτας πυροδοτούν την έναρξη δυσκοιλιότητας , η οποία χρονικά παρουσιάζει δύο αιχμές, την περίοδο εκμάθησης της τουαλέτας και την έναρξη της σχολικής ηλικίας. Η κατακράτηση κοπράνων οδηγεί σε ανησυχία, κοιλιακό άλγος ή διάταση, ευερεθιστότητα και ανορεξία καθώς και σε διάρροια από υπερπλήρωση και εγκόπριση.

κολκ


 

 

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ


Η αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού, καθώς και από τη βαρύτητα και τη χρονιότητα των συμπτωμάτων.

Κένωση του εντέρου

Στις περιπτώσεις χρόνιας δυσκοιλιότητας, όπου κοπρανώδεις μάζες ψηλαφώνται στην κοιλιά ή σκληρά κόπρανα έχουν συσσωρευτεί στο ορθό, είναι απαραίτητο να προηγηθεί η πλήρης κένωση του εντέρου με τη χρήση καθαρτικών φαρμάκων ή υποκλυσμών (οι οποίοι όμως είναι καλύτερο να αποφεύγονται στο ήδη φοβισμένο παιδί), πριν ακολουθηθεί οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη θεραπεία.

Διαιτητική αγωγή

Μετά την επιτυχή κένωση του εντέρου, ακολουθεί η επί μακρόν διατήρηση μαλακών κενώσεων (συνήθως για διάστημα μερικών μηνών).

Το παραπάνω επιτυγχάνεται:

  • με την υιοθέτηση διατροφής πλούσιας σε φυτικές ίνες (όσπρια, φρούτα και λαχανικά), ή την προσωρινή χρήση σκευασμάτων φυτικών ινών
  • με την αύξηση της χορήγησης υγρών και
  • με την τακτική κένωση του εντέρου σε σταθερές ώρες της ημέρας.


Η επίτευξη του τελευταίου είναι πολύ σημαντική για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας. Οι πλέον κατάλληλες ώρες μετά το πρόγευμα ή μετά το γέυμα/δείπνο. Η δημιουργία ευχάριστης, χαλαρωτικής ατμόσφαιρας είναι απαραίτητη. Ένα ζεστό ρόφημα μπορεί να βοηθήσει, ενώ ένα ραδιόφωνο μπορεί να κάνει την όλη διαδικασία λιγότερο βαρετή για το παιδί, αρκεί να μην αποσπά την προσοχή του από την προσπάθεια για αφόδευση.

Φαρμακευτική αγωγή

Στις περιπτώσεις όπου η διαιτητική αντιμετώπιση δεν επαρκεί, είναι επιβεβλημένη η προσθήκη υπακτικών φάρμακων όπως είναι τα παρακάτω:

  • Τα οσμωτικά δρώντα φάρμακα που συγκρατούν νερό στον αυλό του εντέρου (λακτουλόζη, λακτιτόλη, γάλα μαγνησίας, πολυαιθυλενογλυκόλη κ.α).
  • Τα διεγερτικά φάρμακα του εντέρου (σέννα, βισακοδύλη, πικοθεϊικό νάτριο κ.α)
  • Τα λιπαντικά των κοπράνων (παραφινέλαιο).


Δόσεις των φαρμάκων

Η επιλογή του φαρμάκου και της δοσολογίας του εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού καθώς και από τη βαρύτητα και τη χρονιότητα της δυσκοιλιότητας. Στις βαριές περιπτώσεις ο γιατρός μπορεί να συστήσει το συνδυασμό δυο φαρμάκων με διαφορετική δράση το καθένα, για καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Στόχος της θεραπείας

Ο στόχος είναι η επίτευξη μαλακής κένωσης ανά 1 ή 2 ημέρες. Η επιμονή της δυσκοιλιότητας υποδηλώνει χορήγηση ανεπαρκούς δόσης υπακτικού φαρμάκου, ενώ η εμφάνιση διάρροιας, χορήγησης υπερβολικής δόσης. Στην πρώτη περίπτωση η αρχική δόση αυξάνεται ανάλογα, ενώ στη δεύτερη μειώνεται, ώστε να βρεθεί η ‘χρυσή τομή’ που εγγυάται το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Διάρκεια της θεραπείας

Η επίτευξη του θεραπευτικού αποτελέσματος δεν συνεπάγεται την ανάγκη διακοπής του φαρμάκου, γιατί υπάρχει κίνδυνος υποτροπής της δυσκοιλιότητας. Η χορήγηση των υπακτικών φαρμάκων είναι συνήθως απαραίτητη για διάστημα που κυμαίνεται από 2 έως 6 μήνες, ενώ στις βαρύτερες περιπτώσεις μπορεί να διαρκέσει πολύ περισσότερο. Κατά το διάστημα αυτό, δοκιμάζεται η σταδιακή μείωση της χορηγούμενης δόσης, σύμφωνα με τις οδηγίες του ιατρού, εφόσον η μείωση δεν επηρεάζει αρνητικά το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Στην περίπτωση που χορηγούνται δυο φάρμακα, ένα εκ των οπίων είναι διεγέρτης του εντέρου, η μείωση αρχίζει από αυτό, ενώ το οσμωτικά δρων φάρμακο ή το μαλακτικό του εντέρου συνεχίζει να χορηγείται.